ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΡΟΜΑ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΣΟΦΑΔΩΝ

Δόγια Μαρία
Περιγραφή

Οι Ρομά αποτελούν τη μεγαλύτερη εθνοτική μειονότητα στην Ευρώπη, με πληθυσμό που υπολογίζεται σε δέκα με δώδεκα εκατομμύρια, εκ των οποίων έξι διαμένουν σε κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανάμεσά τους και η Ελλάδα. Το ζήτημα της κοινωνικής και οικονομικής ένταξης των Ρομά απασχολεί ιδιαίτερα την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς, οι διακρίσεις και η περιθωριοποίηση που αντιμετωπίζουν στην πλειονότητά τους αντιτίθενται στους στόχους και τις αξίες που αποτελούν τη βάση της Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με έκθεση του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA), πολλοί Ρομά στην ΕΕ διαβιούν όπως οι πληθυσμοί στις φτωχότερες χώρες του κόσμου. Πρωτίστως όμως, καθίσταται αντιληπτή η ύπαρξη πολλαπλών ανισοτήτων που λειτουργούν ως φαύλος κύκλος που εγκλωβίζει τους Ρομά, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη την ένταξή τους στο κοινωνικό πλαίσιο.

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανάλυση των πολιτικών αναφορικά με την κοινωνική ένταξη των Ρομά, καθώς και των βασικών κατευθυντήριων γραμμών που διέπουν τις πολιτικές αυτές στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Περαιτέρω, διερευνάται ο τρόπος με τον οποίο τέτοιες πολιτικές υλοποιούνται σε τοπικό επίπεδο, καθώς και η ιδεολογία που ενυπάρχει στις πολιτικές αυτές, αλλά και αν διασφαλίζεται η συμμετοχή της ίδιας της κοινότητας Ρομά στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Για το λόγο αυτό, επιλέχθηκε να μελετηθεί η περίπτωση του Δήμου Σοφάδων όπου υπάρχει ένας από τους μεγαλύτερους σε αριθμό οικισμούς Ρομά σε αναλογία με τον ντόπιο πληθυσμό αποτελούμενος από περίπου 2.500 άτομα. Το γεγονός αυτό καθιστά την περίπτωση των Σοφάδων εξαιρετικά ενδιαφέρουσα με όρους τοπικότητας, αναφορικά με το ζήτημα της ένταξης των Ρομά. Από το 1980 οι Ρομά είναι εγγεγραμμένοι στα Δημοτολόγια, ενώ, εμφανίζονται στην περιοχή από το 1930. Ωστόσο εξακολουθούν να ζουν «γκετοποιημένοι», εφόσον γίνονται αποδέκτες στερεοτυπικών αντιλήψεων και παραμένουν στο περιθώριο. Επιπροσθέτως, επιχειρείται η καταγραφή των αλλαγών που επήλθαν σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής σε αυτό το πλαίσιο κατά την περίοδο της κρίσης.

Το βασικό ερευνητικό ερώτημα της παρούσας εργασίας εστιάζει στο εάν οι πολιτικές ένταξης όπως εφαρμόζονται στο συγκεκριμένο πεδίο εντάσσονται σε μια ενιαία στρατηγική πολλαπλών δράσεων που αποσκοπεί στην κοινωνική ένταξη των Ρομά ή περιορίζονται στο επίπεδο της διαχείρισης, ενισχύοντας τη γκετοποίηση τους. Εν προκειμένω, η έννοια της κοινωνικής ένταξης ορίζεται με βάση τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» ως πρόσβαση στην εργασία, σε βασικές υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και στέγασης και ως καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Η βασική υπόθεση εργασίας είναι ότι στην εφαρμογή της κοινωνικής πολιτικής σε τοπικό πλαίσιο παρεμβάλλονται παράγοντες που αφορούν τόσο τις στάσεις και τις αντιλήψεις των φορέων που εμπλέκονται στην υλοποίησή της, όπως για παράδειγμα, η «ανάγνωση» των δράσεων για τους Ρομά με όρους πολιτικού κόστους, όσο και τις ιδιαίτερες συνθήκες, δυναμικές, ιεραρχίες και σχέσεις εξάρτησης και εξουσίας που διαμορφώνουν γενικότερα τους όρους συνύπαρξης της κοινότητας Ρομά με την ευρύτερη τοπική κοινωνία.

Η μέθοδος που ακολουθείται για τη συλλογή δεδομένων είναι η διεξαγωγή επαρκούς αριθμού ημί-δομημένων συνεντεύξεων με φορείς που εμπλέκονται στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής αναφορικά με την ένταξη των Ρομά σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο. Ο οδηγός συνέντευξης αποτελείται από διαφορετικές θεματικές ενότητες που περιλαμβάνουν ερωτήσεις ανοιχτού τύπου. Τα επίσημα έγγραφα των πολιτικών που διέπουν τη λειτουργία των δομών και των προγραμμάτων κοινωνικής ένταξης των Ρομά, καθώς και τα κείμενα νόμων που αναφορικά με την υγεία, τη στέγαση, την εκπαίδευση, την εργασία, χρησιμεύουν ως πηγή πληροφοριών για τις σχετικές πολιτικές που ακολουθούνται σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Τα αποσπάσματα των συνεντεύξεων και οι πολιτικές αναλύονται με την τεχνική της ανάλυσης λόγου σε συνδυασμό με τη θεματική ανάλυση περιεχομένου. Η κριτική μέθοδος της ανάλυσης λόγου εστιάζει στην ιδεολογία που ενυπάρχει σε επίπεδο πρακτικών και λόγου και επιτρέπει τη σύνδεσή τους με το θεωρητικό πλαίσιο. Η ανάλυση του εμπειρικού υλικού βασίζεται σε θεωρίες που εστιάζουν στη διεύρυνση του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης σε παρεμβάσεις στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας, καθώς και σε θεωρίες γύρω από ζητήματα ένταξης, κοινωνικού αποκλεισμού και μοντέλων κοινωνικής πολιτικής.

Επιβλέπων/ουσα
Ακαδημαϊκό Έτος
2018 - 2019